- γρανάτες
- Ομάδα πυριτικών ορυκτών, που κρυσταλλώνονται στην ολοεδρία του κυβικού συστήματος, με συνηθέστερη μορφή κρυστάλλων ρομβικού, 12έδρου ή δελτοειδούς 24έδρου. Χημικά ορίζεται με το γενικό τύπο X2Y3(SiO4)3, όπου το X παριστά τα δισθενή στοιχεία ασβέστιο, σίδηρο, μαγνήσιο και μαγγάνιο (Ca, Fe+ + + Mg, Mn), ενώ το Υ παριστά τα τρισθενή στοιχεία αργίλιο, σίδηρο και χρώμιο (Al, Fe+ + +% Cr). Οι πιο διαδεδομένοι γ. στη φύση είναι α) το πυρωπό [Mg3Al2(SiO4)3] με χρώμα σκοτεινό υακινθέρυθρο έως αιματέρυθρο, ο αλμανδίνης [Fe3Al2(SiO4)3], αιματέρυθρος με γαλαζωπή ανταύγεια ή κερασέρυθρος (καστανέρυθρος αδιαφανής είναι το κοινό ανθράκιο), ο σπεσαρτίνης [Mg3Al2(SiO4)3], με ερυθρό, κρεατέρυθρο ή καστανέρυθρο χρώμα, ο γροσουλάριος [Ca3Al2(SiO4)3], ανοιχτοπράσινος, υποκιτρινόλευκος, σπάνια άχρωμος (ερυθροκίτρινος έως υακινθέρυθρος είναι η ποικιλία εσονίτης), ο ανδραδίτης [Ca3Fe2(SiO4)3] ή τοπαζόλιθος, συνηθέστερα καστανόχρωμος ή και άχρωμος, πράσινος ή κίτρινος. Η ποικιλία μελανίτης, που περιέχει πολύ τιτάνιο, έχει χρώμα γκριζόμαυρο έως τελείως μαύρο και ο ουβαροβίτης [Ca3Cr2(SiO4)3] με σκοτεινό σμαραγδοπράσινο χρώμα. Όλα αυτά τα ορυκτά σπάνια βρίσκονται σε καθαρή μορφή γιατί παρουσιάζουν μεγάλες δυνατότητες ανάμειξης μεταξύ τους. Οι γ. είναι ορυκτά που προέρχονται από μεταμόρφωση επαφής ή και πνευματολυτικής και συναντώνται μέσα σε μεταμορφωσιγενή πετρώματα (γνεύσιους, οφείτες, μαρμαρυγιακούς σχιστόλιθους, ασβεστούχους κερατίτες) σε ηφαιστειογενή, σε πηγματίτες, γρανίτες κλπ.
Οι γ. χρησιμοποιούνται κυρίως ως πολύτιμοι λίθοι μεγάλης αξίας: η πιο περιζήτητη ποικιλία είναι το πυρωπό (ρουμπίνι της Βοημίας και ρουμπίνι του Ακρωτηρίου) και ο αλμανδίνης.
Επειδή παρουσιάζουν αρκετά μεγάλη σκληρότητα (7-7,5), οι γ. χρησιμοποιούνται και ως λειαντικά.
Αλμανδίνης, η κυριότερη ποικιλία του γρανάτη που είναι περιζήτητη ως πολύτιμος λίθος.
Dictionary of Greek. 2013.